- καλωσορίζω
- καλωσόρισα, καλωσορίστηκα, καλωσορισμένος, υποδέχομαι κάποιον, τον καλοδέχομαι: Όπου και να πήγαινε, όλοι τον καλωσόριζαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλωσορίζω — καλωσορίζω, καλωσόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλωσορίζω — 1. προσφωνώ κάποιον με τη φράση «καλώς όρισες» 2. εξέρχομαι για υποδοχή κάποιου, υποδέχομαι κάποιον που έρχεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλώς όρισες] … Dictionary of Greek
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek
ενασπάζομαι — ἐνασπάζομαι (Α) δέχομαι με ευχαρίστηση, πρόθυμα, αποδέχομαι, υποδέχομαι, καλωσορίζω … Dictionary of Greek
καλωσόρισμα — το [καλωσορίζω] η υποδοχή με τη φράση «καλώς όρισες» … Dictionary of Greek
καλωσόριστος — η, ο [καλωσορίζω] αυτός που τόν καλωσορίζουν, που τόν υποδέχονται με φιλοφροσύνη, ευπρόσδεκτος … Dictionary of Greek
ροσιλαρεύομαι — Α 1. φέρομαι με πραότητα, με προσήνεια 2. καλωσορίζω, υποδέχομαι ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱλαρεύομαι «γίνομαι φαιδρός, ιλαρός, χαίρομαι»] … Dictionary of Greek